χρησιμοποιήσιμος

χρησιμοποιήσιμος
η , ο [ος , ον ] применимый, годный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρησιμοποιήσιμος" в других словарях:

  • χρησιμοποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοποιήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εκμεταλλεύσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»